- ἐντρεχεῖ
- ἐντρεχήςskilfulmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)ἐντρεχήςskilfulmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐντρέχει — ἐντρέχω run in pres ind mp 2nd sg ἐντρέχω run in pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντρέχω — ἐντρέχω (AM) τρέχω μέσα σε κάτι, κινούμαι ελεύθερα μέσα σε κάτι μσν. 1. διαδραματίζομαι, εκτυλίσσομαι («ἔπλασεν ὁ Ἔρως, συγγενῆ, πρᾱγμα φρικτὸν ὀνείρου, τὸ ἀκόμη βλέπω έστηκὼς καὶ ἐντρέχει εἰς ὀφθαλμούς μου») 2. (για πτηνά) διασχίζω τον αέρα αρχ … Dictionary of Greek
ASTRAEA — I. ASTRAEA Astraei, Arcadiae Regis (quidam scribunt Titani fratris Saturni) et Aurorae, sive, ut Hesiodus, et alii volunt, Iovis ac Themidis Caelô et Terrâ prognatae filia; ob aequitatem suam Iustitia dicta. Qoae aureô saeculô a caelis in terram… … Hofmann J. Lexicon universale
υπνηλός — ή, όν, ΜΑ 1. νυσταλέος, νυσταγμένος 2. μτφ. αδιάφορος («τί τὸ ὄφελος βίου εἶναι ἀλήπτου, νωθρὸν ὄντα καὶ ὑπνηλόν;», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. όμοιος με ύπνο («ὑπνηλὸς ὁ θάνατος ἐντρέχει», Φιλόστρ.) 2. υπνωτικός. επίρρ... ὑπνηλῶς Μ νυσταλέα,… … Dictionary of Greek